Οι διαφοροποιήσεις στην επίδοση, στην καρδιακή συχνότητα και στη δύναμη αθλητών με νοητική αναπηρία στο ελεύθερο κολύμπι πριν και μετά από τρίμηνη διακοπή της προπόνησης

Γλυκερία Κυπριανού Κυριακίδου
2018
Ο σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να διαπιστωθεί αν υπάρχουν διαφοροποιήσεις στην επίδοση, στην καρδιακή συχνότητα και στη δύναμη άκρας χείρας κολυμβητών με νοητική αναπηρία(ΝΑ) και σύνδρομο down (ΣD), οι οποίοι μετρήθηκαν στα 25μέτρα ελεύθερο, πριν και μετά από τρίμηνη διακοπή της προπόνησης (detraining). Οι συμμετέχοντες ήταν 25 άτομα (Α=20 & Κ=5), με Μ.Ο. ηλικίας =26,12 έτη, ανήκαν σε κολυμβητικούς συλλόγους Α.με.Α και είχαν κατηγοριοποιηθεί ως αθλητές κατηγορίας S14 (ΝΑ=19 & ΣD=6). Όλοι
more » ... αν 4ετή τουλάχιστο κολυμβητική εμπειρία και έκαναν 2-3 προπονήσεις την εβδομάδα για 8 μήνες, διάρκειας μίας ώρας. Οι αρχικές μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του μηνός Ιουνίου (με την ολοκλήρωση της προπονητικής περιόδου του 2017) και η επαναμέτρηση πραγματοποιήθηκε στην αρχή της νέας προπονητικής περιόδου (Σεπτέμβριος 2017). Οι μετρήσεις αφορούσαν α)τη δύναμη άκρας χείρας, β)την καρδιακή συχνότητα πριν και μετά το αγώνισμα, γ)το χρόνο επίδοσης, δ)το βάρος και το ύψος των αθλητών, ε) τον αριθμό χεριών κατά το κολύμπι καθώς και το μήκος χεριάς. Από αυτά τα δεδομένα, υπολογίστηκαν ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) και ο δείκτης αποδοτικότητας Swolf. Τα αποτελέσματα έδειξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στο χρόνο επίδοσης, στο βάρος και στο ΔΜΣ. Η καρδιακή συχνότητα και η δύναμη δεν παρουσίασαν κάποια στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν είναι ότι τα άτομα του δείγματος με ΝΑ είναι συνολικά αδύναμα σε σχέση με την ηλικία τους, ενώ κρίνεται ότι η καρδιακή τους συχνότητα υπερπροβλέπεται με τη φόρμουλα 220-ηλικία, γι' αυτό το λόγο χρησιμοποιήθηκε ο αναθεωρημένος τύπος του Fernhall. Η επίδοση του χρόνου τους ήταν αλληλένδετη με τον αριθμό χεριών τους στα 25 μέτρα ελεύθερο. Παρατηρήθηκε ότι το νοητικό δυναμικό επηρεάζει την απόδοση περισσότερο από τις αγωνιστικές συνθήκες. Προτάσεις που προέκυψαν από τη μελέτη είναι η διατήρηση των προσαρμογών και η ύπαρξη δραστηριότητας κατά την περίοδο του detraining. Επίσης, θα ήταν χρήσιμη μία μελλοντική επαναμέτρηση για το χρόνο επαναφοράς των προ [...]
doi:10.26262/heal.auth.ir.299248 fatcat:rdngsc7exnfmvmy6x65oslelbq